- οπίζω
- ὀπίζω (Α) [οπός]1. συλλέγω τον χυμό από κάποιο δέντρο ή φυτό χαράζοντας τη ρίζα ή τον κορμό («τὸν καυλὸν καὶ τὰς ῥίζας ὀπίζουσιν», Θεόφρ.)2. (με ή χωρίς τη λέξη γάλα) πήζω το γάλα με χυμό συκιάς3. παθ. ὀπίζομαια) εξάγομαι, εκβάλλομαιβ) συλλέγομαι, μαζεύομαι («ὁ δὲ λιβανωτὸς γινόμενος ἐξ αὐτοῡ, ὀπίζεται ὡς ἄν δάκρυον», Διόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.